ρεποθέμελα

ρεποθέμελα
τα, Ν
θεμέλια ερειπωμένου κτίσματος («τ' άγνωρα ρεποθέμελα τού αρχαίου ναού», Μαβίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρέπι «ερείπιο» + θεμέλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”